λοξοβάμων: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_3) |
m (pape replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξοβάμων''': [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ [[καρκίνος]], «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ. | |lstext='''λοξοβάμων''': [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ [[καρκίνος]], «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοξοβάμων]], -ον (Α)<br />αυτός που περπατά [[λοξά]], όπως ο [[καρκίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) ([[πρβλ]]. [[υψιβάμων]], [[χαμαιβάμων]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, <i>[[schräg]], in die [[Quere]] [[gehend]]</i>, wie der [[Krebs]], Hesych. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:51, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λοξοβάμων: [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ καρκίνος, «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λοξοβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατά λοξά, όπως ο καρκίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάμων (< βαίνω) (πρβλ. υψιβάμων, χαμαιβάμων)].