ἐπίελπτος: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίελπτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ελπίζει. | |mltxt=[[ἐπίελπτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ελπίζει. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[ἐπιέλπομαι]]) <i>[[erwartet]]</i>, Archil. frg. 30; Opp. <i>H</i>. 4.311 | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, to be hoped or expected, Archil.74.5, Opp.H.4.311.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίελπτος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἐλπίζῃ ἢ νὰ περιμένῃ, ἐλπιστός, Ἀρχίλ. 69, Ὀππ. Ἁλ. 4. 311.
Greek Monolingual
ἐπίελπτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίζει.
German (Pape)
(ἐπιέλπομαι) erwartet, Archil. frg. 30; Opp. H. 4.311