ἐπιέλπομαι
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 940] nur praes., darauf hoffen, c. inf., Il. 1, 544; ἐπιελπόμενος τόγε θυμῷ, νευρὴν ἐντανύσειν Od. 21, 126; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1225; davon ἐπίελπτος, erwartet, Archil. frg. 30; Opp. H. 4, 311; – ἐπελπομένη hat Aesch. Ag. 1002.
French (Bailly abrégé)
impér. prés. 2ᵉ sg. épq. ἐπιέλπεο;
c. ἐπέλπομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιέλπομαι: эп. = ἐπέλπομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιέλπομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἐπέλπομαι, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
(ϝέλπω): have hope of, Il. 1.545, Od. 21.126.
Greek Monolingual
ἐπιέλπομαι (Α)
ποιητ. τ. του επέλπομαι.
Greek Monotonic
ἐπιέλπομαι: Επικ. αντί ἐπ-έλπομαι.