κυμινώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυμινώδης]], -ῶδες (Α) [[κύμινο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κύμινο]]. | |mltxt=[[κυμινώδης]], -ῶδες (Α) [[κύμινο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κύμινο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ες, <i>[[kümmelartig]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, like cummin, Thphr.HP8.7.3.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κύμινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.
Greek Monolingual
κυμινώδης, -ῶδες (Α) κύμινο
αυτός που μοιάζει με κύμινο.
German (Pape)
[ῑ], ες, kümmelartig, Theophr.