σπληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(nl)
m (pape replacement)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.
|elnltext=σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.
}}
{{pape
|ptext=fem. zu [[σπληνίτης]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.

Russian (Dvoretsky)

σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.

German (Pape)

fem. zu σπληνίτης.