ἀποξενίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_13a)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποξενίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[ἀποξενόω]], ἀποξενίζειν τὸ [[πνεῦμα]] ἀπὸ τοῦ υἱοῦ Ἀθανάσ. πρὸς Σεραπ. 1. σ. 182.
|lstext='''ἀποξενίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[ἀποξενόω]], ἀποξενίζειν τὸ [[πνεῦμα]] ἀπὸ τοῦ υἱοῦ Ἀθανάσ. πρὸς Σεραπ. 1. σ. 182.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[disociar]], [[separar]] (πνεῦμα) ἀπὸ τοῦ ψἱοῦ Ath.Al.M.26.552B.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποξενίζω]] (Α)<br />[[αποξενώνω]].
}}
{{pape
|ptext== [[ἀποξενιτεύω]] ?
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξενίζω: μέλλ. -ίσω, = ἀποξενόω, ἀποξενίζειν τὸ πνεῦμα ἀπὸ τοῦ υἱοῦ Ἀθανάσ. πρὸς Σεραπ. 1. σ. 182.

Spanish (DGE)

disociar, separar (πνεῦμα) ἀπὸ τοῦ ψἱοῦ Ath.Al.M.26.552B.

Greek Monolingual

ἀποξενίζω (Α)
αποξενώνω.

German (Pape)

ἀποξενιτεύω ?