τρισσοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(42)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με [[τρεις]] πηγές φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρισσός]] «[[τριπλός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φᾶος</i> «φως»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑπτα</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με [[τρεις]] πηγές φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρισσός]] «[[τριπλός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φᾶος</i> «φως»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑπτα</i>-<i>φαής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[τρισσόφωτος]], Greg.Naz.
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τρισσοφαής: -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με τρεις πηγές φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φαής (< φᾶος «φως»), πρβλ. ἑπτα-φαής].

German (Pape)

ές, = τρισσόφωτος, Greg.Naz.