διαρριπίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαρριπίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σκορπίζω]] με [[φύσημα]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] σε ρεύματα αέρα. | |mltxt=[[διαρριπίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σκορπίζω]] με [[φύσημα]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] σε ρεύματα αέρα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ρῑ], <i>[[durchfächeln]]</i>, Sp.; <i>[[verwehen]], [[hinwehen]]</i>; εἴς τινα, Heliod. 9.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
A blow away, disperse, Hld.3.7: metaph. in Pass., Id.9.14. II expose to draughts, Hp.Ep.16 (Pass.).
Spanish (DGE)
I intr.
1 soplar de vientos πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισε Hld.3.7.3, ἄνεμος ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισεν Fauorin.de Ex.15.37.
2 en v. med., fig. extenderse μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετο Hld.9.14.1.
II tr. ventilar, refrescar ὁ πνεύμων ... τὸ ἔνδον ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζει Basil.Hex.7.1 (p.396), τοῦτο τὸ πῦρ Anon.V.Thecl.12.50
•en v. pas., de pers. ser refrescado con aire, ser abanicado θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσε Ath.Al.H.Ar.12.2
•tb. en v. med. (ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοι Ps.Caes.144.6.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρῑπίζω: φυσῶ μακράν, διασκορπίζω· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. διευριπίζω.
Greek Monolingual
διαρριπίζω (AM)
1. σκορπίζω με φύσημα
2. εκθέτω σε ρεύματα αέρα.
German (Pape)
[ρῑ], durchfächeln, Sp.; verwehen, hinwehen; εἴς τινα, Heliod. 9.14.