ἀκορύφωτος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκορύφωτος]], -ον) [<i>κορυφῶ</i> (-ώνω)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο [[σημείο]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αναρίθμητος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht zu [[summieren]], [[zahllos]]</i>, Hesych. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του
αρχ.
ο αναρίθμητος.