συνθερμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [[θερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [[θερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[erwärmen]], [[durchwärmen]]</i>, Sp., bes. Medic. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
warm together or thoroughly, Arist.HA562b21, J.AJ 7.14.3:—Pass., Thphr.CP1.3.4, Arist.Pr.888b23, Dsc.1.52, Gal.15.487.
Russian (Dvoretsky)
συνθερμαίνω: вместе нагревать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω ὁμοῦ, συνθερμαίνουσι τοὺς νεοττοὺς ἀμφότεροι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 8. 16.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α θερμαίνω
θερμαίνω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.
German (Pape)
mit erwärmen, durchwärmen, Sp., bes. Medic.