μακρόχειλος: Difference between revisions

From LSJ
(24)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει μεγάλα, υπερτροφικά χείλη.
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει μεγάλα, υπερτροφικά χείλη.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[langen]] [[Lippen]]</i>, s. [[μακρόχηλος]].
}}
}}

Latest revision as of 17:03, 24 November 2022

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μεγάλα, υπερτροφικά χείλη.

German (Pape)

mit langen Lippen, s. μακρόχηλος.