ἀκαταπληξία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκαταπληξία]]) [[ἀκατάπληκτος]]<br />[[αφοβία]], [[αταραξία]]. | |mltxt=η (Α [[ἀκαταπληξία]]) [[ἀκατάπληκτος]]<br />[[αφοβία]], [[αταραξία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Nichtbewundern]]</i>, Clem.Al. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, imperturbability, as the highest good, Nausiph.3; -πληξίαν ἔχειν πρὸς τὰ δεινά Phld.D.3Fr.81.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
imperturbabilidad Nausiph.B 3, πρὸς τὰ δεινά Phld.D.3.fr.81.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπληξία: ἡ, τὸ μὴ καταπλήττεσθαι, ἀφοβία, Κλήμ. Ἀλ. 498· (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ κατάπληξιν).
Greek Monolingual
η (Α ἀκαταπληξία) ἀκατάπληκτος
αφοβία, αταραξία.
German (Pape)
ἡ, das Nichtbewundern, Clem.Al.