ποταμήρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(33)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που αντλείται από το [[ποτάμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ρυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που αντλείται από το [[ποτάμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ρυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
}}
{{pape
|ptext=([[ἀρύτω]]), <i>aus dem Strome [[geschöpft]]</i>, Paul.Sil. <i>ecphr</i>. 596, [[ὄλβος]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμήρῠτος: -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αντλείται από το ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρυτός (< ῥέω)].

German (Pape)

(ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul.Sil. ecphr. 596, ὄλβος.