περισσόνους: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(32)
 
m (pape replacement)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει εξαιρετική [[διάνοια]], [[μεγάλη]] [[αντίληψη]], έξοχο νου («[[περισσόνους]] [[κούρη]]» <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει εξαιρετική [[διάνοια]], [[μεγάλη]] [[αντίληψη]], έξοχο νου («[[περισσόνους]] [[κούρη]]» <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[περισσόνοος]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους].

German (Pape)

zusammengezogen aus περισσόνοος.