περισσόνους

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus περισσόνοος.