Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γναφευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα.
}}
{{pape
|ptext=weichere Form für [[κναφευτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναφευτικός Medium diacritics: γναφευτικός Low diacritics: γναφευτικός Capitals: ΓΝΑΦΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnapheutikós Transliteration B: gnapheutikos Transliteration C: gnafeftikos Beta Code: gnafeutiko/s

English (LSJ)

v. κναφευτικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη του γναφέα.

German (Pape)

weichere Form für κναφευτικός.