γναφευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γναφευτικός]], -ή, -όν, Α και [[κναφευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γναφευτική</i><br />η [[τέχνη]] του γναφέα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=weichere Form für [[κναφευτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:06, 24 November 2022
English (LSJ)
v. κναφευτικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη του γναφέα.
German (Pape)
weichere Form für κναφευτικός.