μεταφορητός: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταφορητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταφορώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει [[κανείς]], ο [[φορητός]].
|mltxt=[[μεταφορητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταφορώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει [[κανείς]], ο [[φορητός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von einem Ort zum andern [[getragen]], zu [[tragen]]</i>, Arist. <i>phys</i>. 4.4.18 und Sp.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορητός Medium diacritics: μεταφορητός Low diacritics: μεταφορητός Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: metaphorētós Transliteration B: metaphorētos Transliteration C: metaforitos Beta Code: metaforhto/s

English (LSJ)

όν, portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.

German (Pape)

von einem Ort zum andern getragen, zu tragen, Arist. phys. 4.4.18 und Sp.