τριχοπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(42)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που περιποιείται την [[κόμη]], τα μαλλιά, ο [[κομμωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]])].
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που περιποιείται την [[κόμη]], τα μαλλιά, ο [[κομμωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Haarbildner]], -künstler, [[Haarschmücker]]</i>, Synes.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοπλάστης: -ου, ὁ, ἐπιμελητὴς ἢ κοσμητὴς τῶν τριχῶν, κομμωτής, κουρεύς, Συνέσ. 85Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που περιποιείται την κόμη, τα μαλλιά, ο κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + πλάστης (< πλάσσω)].

German (Pape)

ὁ, Haarbildner, -künstler, Haarschmücker, Synes.