δοριλύμαντος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοριλύμαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο. | |mltxt=[[δοριλύμαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Δαναῶν μόχθοι, Aesch. <i>[[Myrmid]]</i>. frg. 115. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῡ], ον, destroyed by the spear, A.Fr.131.2 (anap.).
Spanish (DGE)
(δορῐλύμαντος) -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
que aflige con la lanza δοριλύμαντοι Δαναῶν μόχθοι penalidades de guerra que afligen a los dánaos A.Fr.131.2.
Russian (Dvoretsky)
δοριλύμαντος: уничтоженный с помощью копья (Δαναῶν μόχθοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐλύμαντος: [ῡ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος καταστραφείς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128.
Greek Monolingual
δοριλύμαντος, -ον (Α)
αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο.
German (Pape)
Δαναῶν μόχθοι, Aesch. Myrmid. frg. 115.