Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεπιγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(39)
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
|ptext=ονος, ὁ, <i>[[Mitzeuge]]</i>, K.S.
}}
}}

Latest revision as of 17:09, 24 November 2022

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].

German (Pape)

ονος, ὁ, Mitzeuge, K.S.