ὀχετοκράνιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(30)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀχετοκράνιον, τὸ (Α) [[οχετόκρανον]]<br />υποκορ. του [[οχετόκρανον]].
|mltxt=ὀχετοκράνιον, τὸ (Α) [[οχετόκρανον]]<br />υποκορ. του [[οχετόκρανον]].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[ὀχετόκρανον]], <i>EM</i>.
}}
}}

Latest revision as of 17:10, 24 November 2022

Greek Monolingual

ὀχετοκράνιον, τὸ (Α) οχετόκρανον
υποκορ. του οχετόκρανον.

German (Pape)

τό, = ὀχετόκρανον, EM.