παρακοιμιστής: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{pape
|ptext== [[παρακοιμητής]].
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοιμιστής Medium diacritics: παρακοιμιστής Low diacritics: παρακοιμιστής Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: parakoimistḗs Transliteration B: parakoimistēs Transliteration C: parakoimistis Beta Code: parakoimisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who puts to lie beside, procurer, pander, pimp in plural, π. τῶν ἰδίων γυναικῶν = panders to their own wives, Paul.Al. O. 2.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ παρακοιμίζω
μσν.
μαστροπός
αρχ.
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.

German (Pape)

παρακοιμητής.