ἀποδεδειλιακότως: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.
|lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[furchtsamerweise]]</i>, Poll.
}}
}}

Revision as of 17:12, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεδειλιᾱκότως Medium diacritics: ἀποδεδειλιακότως Low diacritics: αποδεδειλιακότως Capitals: ΑΠΟΔΕΔΕΙΛΙΑΚΟΤΩΣ
Transliteration A: apodedeiliakótōs Transliteration B: apodedeiliakotōs Transliteration C: apodedeiliakotos Beta Code: a)podedeiliako/tws

English (LSJ)

Adv., (ἀποδειλιάω) in a cowardly way, censured by Poll.5.123.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀποδειλιάω cobardemente Poll.5.123.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεδειλιᾱκότως: ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ ἀποδειλιάω, δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.

German (Pape)

furchtsamerweise, Poll.