Μυρσίλος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(26)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μυρσίλος]], ὁ (Α)<br />ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μύρτος]].
|mltxt=[[Μυρσίλος]], ὁ (Α)<br />ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μύρτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Μυρσίλος:''' ὁ Мирсил<br /><b class="num">1</b> греч. [[имя Кандавла]], [[правителя Сард]] Her.;<br /><b class="num">2</b> тиранн Митилены, противник Алкея Plut.
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 25 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

Μυρσίλος: -ου, ὁ, Ἑλληνικὸν ὄνομα τοῦ Κανδαύλου βασιλέως τῆς Λυδίας, Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον οὐνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων Ἡρόδ. 1, 7: -Μυρσιλῇον, Αἰολ. ἀντὶ -εῖον, τό, τὸ ἱερὸν αὐτοῦ, Ἀλκαῖ. 91 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Seidler).

Greek Monolingual

Μυρσίλος, ὁ (Α)
ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. μύρτος.

Russian (Dvoretsky)

Μυρσίλος: ὁ Мирсил
1 греч. имя Кандавла, правителя Сард Her.;
2 тиранн Митилены, противник Алкея Plut.