Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαιευτική: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(23)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαιευτική]])<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της μαίας, η μαμμική<br /><b>2.</b> η [[διαλεκτική]] [[μέθοδος]] του Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην [[αλήθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της ιατρικής, [[μέρος]] της γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την [[κύηση]], τον τοκετό και τη [[λοχεία]] των [[γυναικών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μαιευτικός]].
|mltxt=η (Α [[μαιευτική]])<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της μαίας, η μαμμική<br /><b>2.</b> η [[διαλεκτική]] [[μέθοδος]] του Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην [[αλήθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της ιατρικής, [[μέρος]] της γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την [[κύηση]], τον τοκετό και τη [[λοχεία]] των [[γυναικών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μαιευτικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαιευτική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]])<br /><b class="num">1</b> [[повивальное искусство]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> перен. мэевтика, т. е. метод раскрытия понятий путем последовательных вопросов, через «[[испытание]]» ([[ἐξέτασις]]) Plat.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 25 November 2022

Greek Monolingual

η (Α μαιευτική)
1. η τέχνη της μαίας, η μαμμική
2. η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην αλήθεια
νεοελλ.
κλάδος της ιατρικής, μέρος της γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την κύηση, τον τοκετό και τη λοχεία των γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μαιευτικός.

Russian (Dvoretsky)

μαιευτική: ἡ (sc. τέχνη)
1 повивальное искусство Plat.;
2 перен. мэевтика, т. е. метод раскрытия понятий путем последовательных вопросов, через «испытание» (ἐξέτασις) Plat.