μιξίαμβος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miksiamvos | |Transliteration C=miksiamvos | ||
|Beta Code=mici/ambos | |Beta Code=mici/ambos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐα], ον, [[mixed with satires]], [[satiric]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:55, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῐα], ον, mixed with satires, satiric, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.