μηνίτης: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό [[μηνίω]]. | |mantxt=ὁ (=[[ὀργισμένος]]), ἀπό τό [[μηνίω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 29 November 2022
German (Pape)
[Seite 175] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
μηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὀργίλος ἢ ὠργισμένος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, ἔνθα ὁ Schweigh. διορθοῖ μηνυτής, ὁ δὲ Κοραῆς ἁπλῶς καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει μνησίκακος.
Mantoulidis Etymological
ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό μηνίω.