μηνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό [[μηνίω]].
|mantxt=ὁ (=[[ὀργισμένος]]), ἀπό τό [[μηνίω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 175] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

μηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὀργίλος ἢ ὠργισμένος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, ἔνθα ὁ Schweigh. διορθοῖ μηνυτής, ὁ δὲ Κοραῆς ἁπλῶς καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει μνησίκακος.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό μηνίω.