μηνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0175.png Seite 175]] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0175.png Seite 175]] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.
}}
{{ls
|lstext='''μηνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὀργίλος]] ἢ ὠργισμένος [[ἄνθρωπος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, [[ἔνθα]] ὁ Schweigh. διορθοῖ [[μηνυτής]], ὁ δὲ Κοραῆς [[ἁπλῶς]] καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει [[μνησίκακος]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=[[ὀργισμένος]]), ἀπό τό [[μηνίω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 175] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

μηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὀργίλος ἢ ὠργισμένος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, ἔνθα ὁ Schweigh. διορθοῖ μηνυτής, ὁ δὲ Κοραῆς ἁπλῶς καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει μνησίκακος.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό μηνίω.