γελωτοποιία: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(nl) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=γελωτοποιία -ας, ἡ [[γελωτοποιός]] grappenmakerij. | |elnltext=γελωτοποιία -ας, ἡ [[γελωτοποιός]] [[grappenmakerij]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[buffoonery]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 29 November 2022
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
chiste, broma, payasada ἠρώτων αὐτὸν τί ὁρῶν ἐν τῇ γελωτοποιίᾳ μέγα ἐπ' αὐτῇ φρονοίῃ le pregunté qué veía en la broma para estar tan orgulloso de ella X.Smp.4.50, κωμική Luc.Salt.68, εἰς γελωτοποιΐαν τοῖς γράφουσι τοὺς μίμους Gal.2.644, cf. Poll.9.148, D.C.79.4.1, Procop.Arc.15.24, EM 218.15G.
Greek Monolingual
η (AM γελωτοποιΐα)
η ιδιότητα και η τέχνη του γελωτοποιού, το να προκαλεί κανείς γέλια στους άλλους.
Middle Liddell
[from γελωτοποιός
buffoonery, Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελωτοποιία -ας, ἡ γελωτοποιός grappenmakerij.