παλιμφυής: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] opnieuw groeiend. | |elnltext=παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] [[opnieuw groeiend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, growing again, of the hydra, Luc.Am.2.
German (Pape)
[Seite 449] ές, wieder wachsend; κάρηνα Λέρνης τῆς παλιμφυοῦς Luc. amor. 2; Nonn., wieder belebt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] opnieuw groeiend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμφυής: вновь отрастающий (ὕδρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμφυής: -ές, ὁ πάλιν φυόμενος, ἀναγεννώμενος, ἐπὶ τῆς Ὕδρας, Λουκ. Ἔρωτ. 2, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 148.
Greek Monolingual
παλιμφυής, -ές (Α)
(για το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ-φυής].