παιδόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.
|elnltext=παιδόφιλος -η -ον &#91;[[παῖς]], [[φίλος]]] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.
}}
}}

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδόφῐλος Medium diacritics: παιδόφιλος Low diacritics: παιδόφιλος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: paidóphilos Transliteration B: paidophilos Transliteration C: paidofilos Beta Code: paido/filos

English (LSJ)

ον, loving children, fem. παιδοφίλη, epithet of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.

Greek (Liddell-Scott)

παιδόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.

Greek Monolingual

παιδόφιλος, -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος
2. παιδεραστής
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη
προσωνυμία της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.