θυλακοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῡλᾰκοειδής:''' [[мешкообразный]] ([[θυννίς]], sc. [[ἰχθύς]] Arst.). | |elrutext='''θῡλᾰκοειδής:''' [[мешкообразный]] ([[θυννίς]], ''[[sc.]]'' [[ἰχθύς]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:14, 30 November 2022
English (LSJ)
ές, like a bag, Arist. HA543b13.
German (Pape)
[Seite 1222] ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.
Russian (Dvoretsky)
θῡλᾰκοειδής: мешкообразный (θυννίς, sc. ἰχθύς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2.
Greek Monolingual
-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].