διλοχία: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />milit. [[compañía doble compuesta de dos λόχοι]] Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.<i>Tact</i>.2.8, 3.4, Arr.10.1.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />milit. [[compañía doble compuesta de dos λόχοι]] Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.<i>Tact</i>.2.8, 3.4, Arr.10.1.
}}
{{pape
|ptext=<i>ein Doppellochos</i>; Pol. 1021.4; Suid.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες.
|mltxt=η (Α [[διλοχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] το οποίο αποτελείται από δύο λόχους<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[σώμα]] με τριανταδύο άντρες.
}}
{{pape
|ptext=<i>ein Doppellochos</i>; Pol. 1021.4; Suid.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοχῐ́ᾱ Medium diacritics: διλοχία Low diacritics: διλοχία Capitals: ΔΙΛΟΧΙΑ
Transliteration A: dilochía Transliteration B: dilochia Transliteration C: dilochia Beta Code: diloxi/a

English (LSJ)

ἡ, double band, two companies, double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
milit. compañía doble compuesta de dos λόχοι Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.Tact.2.8, 3.4, Arr.10.1.

German (Pape)

ein Doppellochos; Pol. 1021.4; Suid.

Russian (Dvoretsky)

διλοχία:двойной лох (см. λόχος) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η (Α διλοχία)
νεοελλ.
στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους
αρχ.
στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.