καταράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(6_23) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καταράκτης | |||
|Medium diacritics=καταράκτης | |||
|Low diacritics=καταράκτης | |||
|Capitals=ΚΑΤΑΡΑΚΤΗΣ | |||
|Transliteration A=kataráktēs | |||
|Transliteration B=kataraktēs | |||
|Transliteration C=kataraktis | |||
|Beta Code=katara/kths | |||
|Definition=v. [[καταρράκτης]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[varia lectio|v.l.]] für [[καταρράκτης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταράκτης:''' = [[καταρράκτης]] I. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾰράκτης''': κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε [[καταρράκτης]], καταρρακτικός, [[καταρρακτικῶς]]. | |lstext='''κατᾰράκτης''': κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε [[καταρράκτης]], καταρρακτικός, [[καταρρακτικῶς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 30 November 2022
English (LSJ)
v. καταρράκτης.
German (Pape)
v.l. für καταρράκτης.
Russian (Dvoretsky)
καταράκτης: = καταρράκτης I.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.
Greek Monolingual
καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.