κατελεύσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κατέρχομαι]].
|btext=v. [[κατέρχομαι]].
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[κατέρχομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 13: Line 16:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.
|elnltext=κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[κατέρχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

v. κατέρχομαι.

German (Pape)

fut. zu κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.