κατελεύσομαι: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue

Source
(6_23)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=v. [[κατέρχομαι]].
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[κατέρχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατελεύσομαι:''' fut. к [[κατέρχομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατελεύσομαι''': κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. [[κατέρχομαι]].
|lstext='''κατελεύσομαι''': κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. [[κατέρχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατελεύσομαι:''' μέλ. του [[κατέρχομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

v. κατέρχομαι.

German (Pape)

fut. zu κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.