νυκτερόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nuktero/bios
|Beta Code=nuktero/bios
|Definition=ον, [[feeding by night]], ζῷα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a25</span>.
|Definition=ον, [[feeding by night]], ζῷα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a25</span>.
}}
{{pape
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[lebend]]</i> oder <i>seinen [[Lebensunterhalt]] [[suchend]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.1.28.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[νυκτερόβιος]], -ον)<br />(για ζώα) αυτός που ζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας ή αυτός που αναζητά την [[τροφή]] του τη [[νύχτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νυκτερόβιος]]<br /><b>εντομολ.</b> η [[νυκτερίβια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nycteribia</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[νυκτερόβιος]], -ον)<br />(για ζώα) αυτός που ζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας ή αυτός που αναζητά την [[τροφή]] του τη [[νύχτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νυκτερόβιος]]<br /><b>εντομολ.</b> η [[νυκτερίβια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nycteribia</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[lebend]]</i> oder <i>seinen [[Lebensunterhalt]] [[suchend]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.1.28.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερόβῐος Medium diacritics: νυκτερόβιος Low diacritics: νυκτερόβιος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: nykteróbios Transliteration B: nykterobios Transliteration C: nykterovios Beta Code: nuktero/bios

English (LSJ)

ον, feeding by night, ζῷα Arist.HA488a25.

German (Pape)

bei Nacht lebend oder seinen Lebensunterhalt suchend, Arist. H.A. 1.1.28.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερόβιος: ведущий ночной образ жизни (γλαῦξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερόβιος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ζητῶν τὴν τροφήν του, γλαῦξ· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νυκτερόβιος, -ον)
(για ζώα) αυτός που ζει κατά τη διάρκεια της νύχτας ή αυτός που αναζητά την τροφή του τη νύχτα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νυκτερόβιος
εντομολ. η νυκτερίβια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + βίος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nycteribia].