ἀσφάλτιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφάλτιον''': τό, [[εἶδος]] τριφύλλου, καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ἀσφαλτώδους ὀσμῆς [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 3. 123.
|lstext='''ἀσφάλτιον''': τό, [[εἶδος]] τριφύλλου, καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ἀσφαλτώδους ὀσμῆς αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 123.
}}
}}