δυνάμωμα: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(9)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[δυνάμωμα]]) [[δυναμώνω]]<br /><b>1.</b> το να δυναμώνει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[ισχυροποίηση]], [[ενίσχυση]]<br /><b>2.</b> [[αύξηση]], [[ένταση]].
|mltxt=το (Μ [[δυνάμωμα]]) [[δυναμώνω]]<br /><b>1.</b> το να δυναμώνει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[ισχυροποίηση]], [[ενίσχυση]]<br /><b>2.</b> [[αύξηση]], [[ένταση]].
}}
{{trml
|trtx====[[strengthening]]===
Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: [[versterking]]; Greek: [[δυνάμωση]], [[ενδυνάμωση]], [[δυνάμωμα]]; Ancient Greek: [[δυνάμωσις]], [[ἐνδυναμία]], [[ἐνδυνάμωσις]], [[ἐνίσχυσις]], [[ἐπίρρωσις]], [[ἰσχυροποίησις]], [[κράτησις]], [[ῥῶσις]]; Italian: [[potenziamento]], [[rafforzamento]]; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: [[reforzamiento]], [[refuerzo]], [[fortalecimiento]]
}}
}}

Latest revision as of 08:43, 8 January 2023

Greek Monolingual

το (Μ δυνάμωμα) δυναμώνω
1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση
2. αύξηση, ένταση.

Translations

strengthening

Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: versterking; Greek: δυνάμωση, ενδυνάμωση, δυνάμωμα; Ancient Greek: δυνάμωσις, ἐνδυναμία, ἐνδυνάμωσις, ἐνίσχυσις, ἐπίρρωσις, ἰσχυροποίησις, κράτησις, ῥῶσις; Italian: potenziamento, rafforzamento; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: reforzamiento, refuerzo, fortalecimiento