ἦλιψ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ἤλιπος (ὁ) :<br />sorte de chaussure dorienne THEOCR.<br />'''Étymologie:''' ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr. | |btext=ἤλιπος (ὁ) :<br />][[sorte de chaussure dorienne THEOCR]].<br />'''Étymologie:''' ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ῐπος, ὁ, a Dorian shoe (cf. ἀνήλιπος), Sch.Theoc.4.56.
German (Pape)
[Seite 1163] ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung (παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon ἀνήλιπος abgeleitet ist.
French (Bailly abrégé)
ἤλιπος (ὁ) :
]sorte de chaussure dorienne THEOCR.
Étymologie: ὑπόδημά τι παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδα Schol. Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἦλιψ: ῐπος, ὁ, Δωρικὸς ὑπόδημα (ἴδε ἀνήλιπος), Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 56.
Greek Monolingual
ἦλιψ, ὁ (Α)
δωρικό υπόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους, νήλιπος«ξυπόλυτος»].