φτωχικός: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(45)
 
m (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πτωχικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[πτωχικός]] Ν [[φτωχός]] / [[πτωχός]]]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική [[φορεσιά]]» β. «ἤδη δ' [[ἀγύρτης]] πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φτωχικό</i><br />α) [[σπίτι]] φτωχού<br />β) (ως [[έκφραση]] μετριοφροσύνης) [[κάθε]] απλό και [[χωρίς]] ιδιαίτερες ανέσεις και πολυτέλειες [[σπίτι]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πτωχικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[πτωχικός]] Ν [[φτωχός]] / [[πτωχός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική [[φορεσιά]]» β. «ἤδη δ' [[ἀγύρτης]] πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φτωχικό</i><br />α) [[σπίτι]] φτωχού<br />β) (ως [[έκφραση]] μετριοφροσύνης) [[κάθε]] απλό και [[χωρίς]] ιδιαίτερες ανέσεις και πολυτέλειες [[σπίτι]].
}}
}}

Latest revision as of 18:43, 10 January 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτωχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτωχικός Ν φτωχός / πτωχός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική φορεσιά» β. «ἤδη δ' ἀγύρτης πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φτωχικό
α) σπίτι φτωχού
β) (ως έκφραση μετριοφροσύνης) κάθε απλό και χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις και πολυτέλειες σπίτι.