φτωχικός
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτωχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτωχικός Ν φτωχός / πτωχός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική φορεσιά» β. «ἤδη δ' ἀγύρτης πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φτωχικό
α) σπίτι φτωχού
β) (ως έκφραση μετριοφροσύνης) κάθε απλό και χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις και πολυτέλειες σπίτι.