νηπιώδης: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(6_7) |
m (Text replacement - "βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες" to "βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηπιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς νήπιον, [[παιδαριώδης]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ. | |lstext='''νηπιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς νήπιον, [[παιδαριώδης]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νηπιώδης]], -ῶδες) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[νήπιο]], [[παιδιάστικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήπιο]], παιδιαριώδης, [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[πρώτα]] του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει [[ακόμη]], [[καθυστερημένος]] («[[νηπιώδης]] [[βιομηχανία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή [[αθωότητα]] και αφέλειά του, [[αφελής]], [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νηπιωδῶς]] (ΑΜ)<br />με νηπιώδη τρόπο. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>nach Art unmündiger [[Kinder]]</i>, Sp. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[childish]]=== | |||
Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: [[kinderachtig]], [[infantiel]]; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: [[puéril]], [[gamin]]; German: [[kindisch]]; Greek: [[παιδιάστικος]], [[παιδαριώδης]]; Ancient Greek: [[βρεφικός]], [[βρεφῶδες]], [[βρεφώδης]], [[μειρακιῶδες]], [[μειρακιώδης]], [[νηπίαχος]], [[νηπιαχῶδες]], [[νηπιαχώδης]], [[νηπίεος]], [[νηπιοπρεπής]], [[νήπιος]], [[νηπιόφρων]], [[νηπύτιος]], [[παιδαρικός]], [[παιδαριῶδες]], [[παιδαριώδης]], [[παιδικός]], [[παιδνός]]; Hebrew: ילדותי; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: [[infantile]], [[bambinesco]], [[puerile]]; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: [[puerilis]]; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچهگانه; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: [[infantil]], [[imaturo]]; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: [[ребяческий]], [[инфантильный]], [[детский]]; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: [[infantil]], [[infantiloide]], [[pueril]], [[aniñado]], [[niñato]]; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:23, 12 February 2023
Greek (Liddell-Scott)
νηπιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς νήπιον, παιδαριώδης, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ νηπιώδης, -ῶδες) νήπιος
1. αυτός που αρμόζει σε νήπιο, παιδιάστικος
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, παιδιαριώδης, ανόητος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει ακόμη, καθυστερημένος («νηπιώδης βιομηχανία»)
μσν.
αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή αθωότητα και αφέλειά του, αφελής, ανόητος.
επίρρ...
νηπιωδῶς (ΑΜ)
με νηπιώδη τρόπο.
German (Pape)
ες, nach Art unmündiger Kinder, Sp.
Translations
childish
Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچهگانه; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd