παιδνός
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
παιδνή, παιδνόν (also ός, όν E.IT1271 (lyr.)),
A childish, A.Ag.479; παιδναὶ χέρες, for παιδὸς χ., AP7.632 (Diod.).
II of childish years, π. ἐών Od.21.21, 24.338, Call.Jov.57.
German (Pape)
[Seite 440] (für παιδινός), auch 2 Endgn, kindlich, kindisch gesinnt; τίς ὧδε παιδνὸς ἢ φρενῶν κεκομμένος, Aesch. Ag. 466; παιδναὶ χέρες, Kinder-Hände, Diod. Sard. 15 (VII, 632). Bei Hom. substantivisch, παιδνὸς ἐών, als Knabe, Od. 21, 21. 24, 338, was sp. D. nachahmen, wic Callim. Iov. 57; Christod. ecphr. 410.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 d'enfant ; ὁ παιδνός garçon;
2 enfantin, puéril.
Étymologie: p. *παιδινός de παῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδνός -ή -όν, f. ook -ός [παῖς] kinder-:; χέρα παιδνόν kinderhand Eur. IT 1271; kinderlijk; subst. ὁ παιδνός jongen.
Russian (Dvoretsky)
παιδνός:
I 3, реже
1 детский (χέρες Anth.);
2 впавший в детство (π. ἢ φρενῶν κεκομμένος Aesch.).
II ὁ ребенок: π. ἐών Hom. будучи (еще) ребенком.
English (Autenrieth)
(παῖς): of childish age, a lad, Od. 21.21 and Od. 24.338.
Greek Monolingual
παιδνός, -ή, -όν (ΑΜ, Α θηλ. και -ός)
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης
(«τὸ κατ' ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός
παιδί, έφηβος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή
κορίτσι, παιδίσκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κατάλ. -νός (πρβλ. θαλπνός), πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. ενός αμάρτυρου παιδινός (πρβλ. πυκινός: πυκνός)].
Greek Monotonic
παιδνός: -ή, -όν και -ός, -όν,
I. παιδικός, σε Αισχύλ., Ανθ. II. παιδνός, ὁ, ως ουσ., αγόρι, παιδί, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδνός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Ἀνθ. Π. 6. 269, (κυρίως συντετμημένος τύπος τοῦ παιδινός, ὡς τὸ πυκνὸς τοῦ πυκινός, κτλ.), παιδαριώδης, παιδικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· παιδναὶ χέρες, ἀντὶ παιδὸς χ., Ἀνθ. Π. 7. 632. ΙΙ. παιδνός, ὁ, ὡς οὐσιαστ., παιδίον, παῖς, πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς παιδνὸς ἐὼν Ὀδ. Φ. 21, Ω. 338· οὕτω παιδνή, ἡ, κοράσιον, Χριστοδ. Ἔκφρ. 413.
Middle Liddell
παιδνός, ή, όν
I. childish, Aesch., Anth.
II. παιδνός, οῦ, as substantive a boy, lad, Od.
English (Woodhouse)
Translations
childish
Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچهگانه; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd