νεφρίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(27)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α νεφρῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οξεία]] ή [[χρόνια]] αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική [[νόσος]] τών νεφρών που αφορά [[κυρίως]] το αγγειακό τους [[σύστημα]] ή τον συνδετικό ιστό [[ανάμεσα]] στα ουροφόρα σωληνάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσία]] άμμου στους νεφρούς<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> νεφρική, αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρθρ</i>-<i>ίτις</i>), Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephritis</i>].
|mltxt=η (Α [[νεφρῖτις]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οξεία]] ή [[χρόνια]] αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική [[νόσος]] τών νεφρών που αφορά [[κυρίως]] το αγγειακό τους [[σύστημα]] ή τον συνδετικό ιστό [[ανάμεσα]] στα ουροφόρα σωληνάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσία]] άμμου στους νεφρούς<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> νεφρική, αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρθρ</i>-<i>ίτις</i>), Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nephritis</i>].
}}
{{trml
|trtx=ar: التهاب الكلى; ast: nefritis; be_x_old: нэфрыт; be: нефрыт; bg: нефрит; ca: nefritis; de: [[Nephritis]]; dv: ގުރުދާ ދުޅަވުން; el: [[νεφρίτιδα]], [[νεφρίτις]]; grc: [[νεφρῖτις]]; en: [[nephritis]]; eo: nefrito; es: [[nefritis]]; eu: nefritis; fi: munuaistulehdus; fr: [[néphrite]]; hy: երիկամաբորբ; id: nefritis; it: nefrite; ka: ნეფრიტი; kk: нефрит; ko: 신장염; ky: нефрит; nl: [[nefritis]]; pl: zapalenie nerek; pt: [[nefrite]]; ru: [[нефрит]]; simple: nephritis; ta: நீரகவழல்; tr: nefrit; uk: нефрит; zh: 腎炎
}}
}}

Revision as of 12:21, 23 February 2023

Greek Monolingual

η (Α νεφρῖτις)
νεοελλ.
οξεία ή χρόνια αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική νόσος τών νεφρών που αφορά κυρίως το αγγειακό τους σύστημα ή τον συνδετικό ιστό ανάμεσα στα ουροφόρα σωληνάρια
αρχ.
1. παρουσία άμμου στους νεφρούς
2. ως επίθ. νεφρική, αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθημα -ῖτις (πρβλ. αρθρ-ίτις), Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephritis].

Translations

ar: التهاب الكلى; ast: nefritis; be_x_old: нэфрыт; be: нефрыт; bg: нефрит; ca: nefritis; de: Nephritis; dv: ގުރުދާ ދުޅަވުން; el: νεφρίτιδα, νεφρίτις; grc: νεφρῖτις; en: nephritis; eo: nefrito; es: nefritis; eu: nefritis; fi: munuaistulehdus; fr: néphrite; hy: երիկամաբորբ; id: nefritis; it: nefrite; ka: ნეფრიტი; kk: нефрит; ko: 신장염; ky: нефрит; nl: nefritis; pl: zapalenie nerek; pt: nefrite; ru: нефрит; simple: nephritis; ta: நீரகவழல்; tr: nefrit; uk: нефрит; zh: 腎炎