mezclar: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀματίζω]], [[ἀμφικυκάω]], [[ἀναδεύω]], [[ἀνακεράννυμι]], [[ἀνακίρναμαι]], [[ἀνακιρνάω]], [[ἀνακυκάω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναμείγνυμι]], [[ἀναμίσγω]], [[ἀναφορύσσω]], [[ἀναφυράω]], [[ἀναφύρω]], [[δεύω]], [[διακεράννυμι]], [[διαμιγνύω]], [[διασυγχέω]], [[διαφυράω]], [[διαφύρω]], [[διηθέω]], [[ἐγκατακεράννυμι]], [[ἐγκαταμείγνυμι]], [[ἐγκαταμίσγω]], [[ἐγκεράννυμι]], [[ἐγκεραννύω]], [[ἐγκεράω]], [[ἐγκίρνημι]], [[ἐγκυκάω]], [[εἰσκεραννύω]], [[εἰσφύρω]], [[ἐμμείγνυμι]], [[ἐμφυράω]], [[ἐνιμίσγω]], [[ἑνόω]], [[ἐνστύφω]], [[κεράννυμι]], [[μείγνυμι]], [[μειγνύω]], [[μίγνυμι]], [[μιγνύω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 29 March 2023
Spanish > Greek
ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακυκάω, ἀναλαμβάνω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κεράννυμι, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω