ἀναδεύω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A soak, steep, Thphr. HP 9.13.3: metaph., ἤθεσι ἀ. τοὺς νόμους imbue them with moral principle, Plu.Comp.Lyc.Num.4, cf. Max.Tyr.10.6: fut. ἀναδεύσομαι in pass. sense, Gal.10.867
2 mix into a paste, οἴνῳ καὶ μέλιτι Phylarch.26, cf. Plu.2.997a.
Spanish (DGE)
1 empapar, remojar para hacer una pasta ἐν ὕδατι Thphr.HP 9.13.3, ἀ. πολλάκις ἐλαίῳ Plu.2.954e, ἄλφιτα οἴνῳ καὶ μέλιτι ἀ. Phylarch.27, cf. v. pas. Gal.10.867, Ph.1.481.
2 mezclar τὰ πικρὰ τῶν φαρμάκων ἀναδεύσαντες προσηνεῖ τροφῇ Max.Tyr.4.6, τῶν στοιχείων ἀναδεδευμένων Ph.1.8, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 186] 1) anfeuchten, ἐλαίῳ, Plut. prim. frig. 21; τὴν σποδὸν ὑγρῷ κηρᾡ Ael. bei Suid.; dah. wie imbuere, einprägen, νόμους ἤθεσι τῶν παίδων Plut. Lyc. et Num. 4. – 2) intrans., angefeuchtet, berauscht sein, nach Barter's Conj. Anacr. 61, 6.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέδευσα;
1 mouiller, arroser;
2 imprégner de matière humide ou grasse ; fig. ἀν. τοῖς ἤθεσι τῶν παίδων τοὺς νόμους PLUT imprégner de l'esprit des lois les caractères des enfants.
Étymologie: ἀνά, δεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδεύω:
1 увлажнять, смачивать, пропитывать (ἐλαίῳ τι Plut.);
2 внедрять, внушать (τοὺς νόμους τοῖς ἤθεσι τῶν παίδων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδεύω: ὑγραίνω, βρέχω, ποτίζω, ἐμβάπτω ἐντὸς ὕδατος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 13, 3, Φύλαρχ. 26· ἤθεσι ἀν. τοὺς νόμους = ποτίζειν τοὺς νόμους δι’ ἠθικῶν ἀρχῶν, Πλουτ. Λυκούργ. καὶ Νουμᾶ Σύγκρ. 4, πρβλ. Μάξ. Τύρ. σ. 178: μέλλ. ἀναδεύσομαι μετὰ παθ. σημασίας, Γαλην. 2) ἀναμιγνύω εἰς ἓν ὅλον, Πλούτ. Ε. 997Α. - πρβλ. καὶ τὸ νῦν κοινολεκτούμενον ἀναδεύω.
Greek Monolingual
(Α ἀναδεύω)
αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω
νεοελλ.
1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.)
2. κινώ, ανασκαλεύω
3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά της μάνας)
αρχ.
υγραίνω, βρέχω, εμποτίζω με υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάδεμα, αναδεμή, ανάδευση, αναδευτήρας, αναδευτής].
Greek Monotonic
ἀναδεύω: μέλ. -σω, υγραίνω, λιπαίνω· μεταφ., εμποτίζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to moisten: metaph. to imbue, Plut.
Léxico de magia
amasar λαβὼν πίτυρα πρῶτα καὶ σάνταλον καὶ ὄξος ὅτι δριμύτατον καὶ ἀναδεύσας μάζι αʹ toma salvado de primera calidad, semilla de sándalo y vinagre lo más agrio posible y amasa un panecillo P LXX 22
Translations
mix
Acehnese: lawök; Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן