mezclar: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(2) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀματίζω]], [[ἀμφικυκάω]], [[ἀναδεύω]], [[ἀνακεράννυμι]], [[ἀνακίρναμαι]], [[ἀνακίρνημι]], [[ἀνακιρνάω]], [[ἀνακυκάω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναμείγνυμι]], [[ἀναμίσγω]], [[ἀναφορύσσω]], [[ἀναφυράω]], [[ἀναφύρω]], [[δεύω]], [[διακεράννυμι]], [[διαμιγνύω]], [[διασυγχέω]], [[διαφυράω]], [[διαφύρω]], [[διηθέω]], [[ἐγκατακεράννυμι]], [[ἐγκαταμείγνυμι]], [[ἐγκαταμίσγω]], [[ἐγκεράννυμι]], [[ἐγκεραννύω]], [[ἐγκεράω]], [[ἐγκίρνημι]], [[ἐγκυκάω]], [[εἰσκεραννύω]], [[εἰσφύρω]], [[ἐμμείγνυμι]], [[ἐμφυράω]], [[ἐνιμίσγω]], [[ἑνόω]], [[ἐνστύφω]], [[κεράννυμι]], [[μείγνυμι]], [[μειγνύω]], [[μίγνυμι]], [[μιγνύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 29 March 2023
Spanish > Greek
ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακίρναμαι, ἀνακίρνημι, ἀνακιρνάω, ἀνακυκάω, ἀναλαμβάνω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κεράννυμι, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω