αλάβωτος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(2) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λαβώθηκε, [[απλήγωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, [[άτρωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαβώνω]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unwounded]]=== | |||
Greek: [[άγγιχτος]], [[ανέγγιχτος]], [[αλάβωτος]]; Ancient Greek: [[ἀκέντητος]], [[ἀνούτατος]], [[ἀνούτητος]], [[ἄουτος]], [[ἄπληκτος]], [[ἄτμητος]], [[ἀτραυμάτιστος]], [[ἄτρωτος]]; Manx: slane, gyn lhott, neulhottit | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:24, 9 April 2023
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος
2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαβώνω].