ἄτρωτος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρωτος Medium diacritics: ἄτρωτος Low diacritics: άτρωτος Capitals: ΑΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: átrōtos Transliteration B: atrōtos Transliteration C: atrotos Beta Code: a)/trwtos

English (LSJ)

ἄτρωτον,
A unwounded, unharmed, undamaged, κραδία Pi.N.11.10; ἄτρωτον οὖθαρ ὑπὸ στύγους A.Ch.532; ἄτρωτον οὐ μεθῆκ' ἄν S.OC906, cf. Eub.107.4 (hex.), etc.
II invulnerable, invincible, παῖδες θεῶν Pi.I.3.18, cf. Acus.22 J., E.Ph. 594, Arist.Rh.1396b18; σιδήρῳ D.S.4.11, Nonn. D. 2.452: metaph., ἄτρωτος χρήμασιν Pl.Smp.219e; κακίας Philostr.VA1.11; πρὸς σώματος ὥραν Lib.Or.59.122. Adv. ἀτρώτως = without wound, victoriously, invincibly, ἔχειν Ph.1.384 (s.v.l.).
III of capital, intact, PLond.2.483.81 (vii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1no herido, ileso, intacto de seres anim. y n. concr. καὶ πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους; ref. a Clitemestra, A.Ch.532, ἐξ ἐμῆς χερός S.OC 906, καὶ ἂν τρώσῃ τις ἄ. Eub.106.4, cf. 106.8, Ach.Tat.3.18.2, Gr.Naz.Ep.223.13, δέρμα Gal.18(1).571, ἵπποι Hld.9.18.3, ναῦς Plb.1.46.10
fig. incólume, indemne κραδία Pi.N.11.10
c. gen. no alcanzado por κακίας Philostr.VA 1.11.
2 que no puede ser herido, invulnerable de pers. y n. concr. παῖδες θεῶν Pi.I.3.18b, ἀνήρ Acus.22, τίς ὧδ' ἄτρωτος ὅστις ...; E.Ph.594, de Cicno, Arist.Rh.1396b17, c. dat. σιδήρῳ Theopomp.Hist.75c, D.S.4.11, Nonn.D.2.452, ἡ γῆ ... ἀφώτιστός ἐστι καὶ ἄ. ἡλίου καὶ σελήνης τῷ φωτίζοντι la tierra es opaca e impenetrable por la luz del sol y de la luna Plu.2.952f.
fig. incorruptible χρήμασιν Pl.Smp.219e, Clem.Al.QDS 26, ἄ. ἐπιθυμίαις ... ψυχή Plu.2.339a
no afectado por, insensible a μοῖρ' ὦ λιταῖς ἄτρωτε δυστήνων βροτῶν ¡oh Moira insensible a las plegarias de los desdichados mortales! Moschio Trag.2.2, c. rég. prep. ἄ. μὲν πρὸς σωμάτων ὥραν Lib.Or.59.122.
3 jur. inalterable, inviolable frec. en pap. ref. a acuerdos, contratos o derechos de ocupación POxy.1959.17 (V d.C.), 1890.14, 3600.21, PMonac.14.93, PSI 709.24, 963.26 (VI d.C.).
II adv. ἀτρώτως = sin herida e.d. victoriosamente ἄ. ἔχειν Ph.1.384, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 389] unverwundet, unverwundbar, καρδία Pind. N. 11, 10; παῖδες θεῶν I. 3, 18; οὖθαρ Aesch. Ch. 525; vgl. Soph. O. C. 910; sp. D.; οὐδ' ἄτρωτα παρῆλθον Strat. 7 (XII, 8); auch in Prosa, πολὺ μᾶλλον χρήμασιν ἢ σιδήρῳ Plat. Conv. 219 c; Dion. Hal.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non blessé;
2 invulnérable.
Étymologie: , τιτρώσκω.

English (Slater)

ἄτρωτος, -ον unscathed ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (N. 11.10) ἄτρωτοί γε μὰν παῖδες θεῶν (I. 3.18)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτρωτος, -ον)
1. αυτός που δεν τραυματίστηκε ή που δεν μπορεί κανένας να τον τραυματίσει
2. απείραχτος, σώος
3. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάτι, απρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»].

Greek Monotonic

ἄτρωτος: -ον, I. μη πληγωμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. απρόσβλητος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρωτος:
1 не раненный, невредимый Pind., Aesch., Soph., Plut., Diod., Anth.;
2 неуязвимый (παῖδες θεῶν Pind.): ἄ. χρήμασι Plat. неподкупный.

Middle Liddell

I. unwounded, Aesch., Soph.
II. invulnerable, Eur.

English (Woodhouse)

unwounded, without a wound

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unwounded

Greek: άγγιχτος, ανέγγιχτος, αλάβωτος; Ancient Greek: ἀκέντητος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἄουτος, ἄπληκτος, ἄτμητος, ἀτραυμάτιστος, ἄτρωτος; Manx: slane, gyn lhott, neulhottit

invulnerable

Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume